- ρεσορκυλικός
- -ή, -ό, Νχημ.1. χαρακτηρισμός αλδεϋδών και οξέων, παραγώγων τής ρεσορκίνης, με εισαγωγή στον πυρήνα τού μορίου τής τελευταίας τών αντίστοιχων χαρακτηριστικών ομάδων2. φρ. «ρεσορκυλικό οξύ» — συνοπτική ονομασία τριών ισομερών αρωματικών μονοκαρβονικών οξέων.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. resorcylic (acid) < resorcin (βλ. λ. ρεσορκίνη)].
Dictionary of Greek. 2013.